- συμφωτιζομένων
- συμφωτίζομαιgive light together withpres part mp fem gen plσυμφωτίζομαιgive light together withpres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμφωτίζομαι — Α [φωτίζω / ομαι] 1. μέσ. παρέχω φως, φωτίζω μαζί με κάποιον («πολλῶν ἀστέρων συμφωτιζομένων ἀλλήλοις συναυγασμόν», Πλούτ.) 2. παθ. βαπτίζομαι μαζί με άλλον … Dictionary of Greek